Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2014

LIBIDO ΚΑΙ ΓΟΝΙΔΙΑ: Πώς επηρεάζουν τη σεξουαλική μας ζωή;

Η libido (λίμπιντο) είναί η ενέργεια που πηγάζει από το ένστικτο της επιβίωσης και τα σεξουαλικά ένστικτα. Σύμφωνα με τη ψυχαναλυτική θεωρία του Sigmund Freud, «η συμπεριφορά του ανθρώπου διέπεται από την υποσυνείδητη προσπάθειά του να ικανοποιήσει την σεξουαλική του ορμή (λίμπιντο). Η λίμπιντο εμφανίζεται από την βρεφική ηλικία και είναι η ενέργεια που ωθεί το άτομο για ζωή.» Ο Freud υποστηρίζει ότι «ένα χαρακτηριστικό της λίμπιντο ,που είναι σημαντικό στη ζωη είναι η κινητικότητά της, η ευκολία με την οποία περνά από το ένα αντικείμενο στο άλλο. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με την καθήλωση της λίμπιντο σε συγκεκριμένα αντικείμενα η οποία συχνά επιμένει κατά τη διάρκεια της ζωής.» Το περιβάλλον και το γενικό κοινωνικό πλαίσιο, καθώς και η βιολογική ανάπτυξη παίζουν σημαντικό ρόλο στον καθορισμό της μορφής και έκφρασής της libido.  Σημειωτέον πως, η φροϋδική χρήση του όρου «σεξουαλικός» είναι διαφορετική από την καθημερινή του χρήση. Για τον Φρόυντ, η λίμπιντο είναι ουσιαστικά μια ενόρμηση που αντικείμενό της έχει τη διέγερση διάφορων περιοχών του σώματος ή, αλλιώς, «ερωτογενών ζωνών» (Πέραν της αρχής της ηδονής ,1920)
Τι σχέση μπορεί να εχει όμως το DNA με τη libido;
Μία πρόσφατη επιστημονική μελέτη που διεξήχθη στο Ισραήλ με επικεφαλής τον Richard Ebstein, καθηγητή Ψυχιατρικής, και διευθυντή  του Κέντρου Γενετικής του Ανθρώπου στις Κοινωνικές Επιστήμες στο Εβραϊκό Πανεπιστήμιο Ιερουσαλήμ, εντόπισε κοινές παραλλαγές στην αλληλουχία του DNA, μεταξύ των υποκειμένων της έρευνας, που θα μπορούσαν να έχουν επιπτώσεις στη σεξουαλική επιθυμία, διέγερση και λειτουργία.
Συγκεκριμένα, η ερευνητική ομάδα εξέτασε ένα γονίδιο γνωστό ως υποδοχέας της ντοπαμίνης D4 ( DRD4 ), το οποίο εν μέρει ελέγχει την αντίδραση του εγκεφάλου στην ντοπαμίνη, μια χημική ουσία που συχνά σχετίζεται με το «σύστημα ευχαρίστησης» του οργανισμού. Οι επιστήμονες γνωρίζουν ήδη ότι αυτός ο νευροδιαβιβαστής μπορεί να ελέγξει την σεξουαλική συμπεριφορά στα ζώα, καθώς το 2004 μία μελέτη του ίδιου ερευνητή Dr Richard Ebstein έδειξε πως ένα φάρμακο που μπλοκάρει τη λειτουργία αυτού του γονιδίου βοηθά στην πρόκληση στύσης σε αρουραίους. Συνεπώς, οι ερευνητές στο Ισραήλ εστίασαν την προσοχή στη λειτουργία αυτού του γονιδίου στους ανθρώπους.
Η μεθοδολογία της έρευνας συμπεριελάμβανε την εξέταση του DNA  148 φοιτητών (ανδρών και γυναικών) και κατόπιν την συμπλήρωση ενός ανώνυμου διαδικτυακού ερωτηματολογίου σχετικού με τη σεξουαλική σταση και συμπεριφορά. Κάποιες από τις ερωτήσεις που καλούνταν να απαντήσουν οι συμμετέχοντες ήταν: «Πόσο συχνά έχετε σεξουαλικές φαντασιώσεις;», «Πόσο συχνά επιθυμείτε να έχετε σεξουαλική δραστηριότητα», «Πόσο συχνά έχετε προβλήματα  με  τη λίπανση του κόλπου ή τη στυτική λειτουργία;» κ.α.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι φοιτητές με μια συγκεκριμένη παραλλαγή του γονιδίου DRD4 σκόραραν σχεδόν 5% χαμηλότερα, κατά μέσο όρο, στις ερωτήσεις σχετικές με τη σεξουαλική επιθυμία, συγκριτικά με εκείνους που είχαν μια διαφορετική παραλλαγή του ίδιου γονιδίου. Αυτή είναι μια μικρή αλλά στατιστικά σημαντική διαφορά. Φανταστείτε, λοιπόν το γονίδιο αυτό ως ένα βραχιόλι με χάντρες. Μία διάταξη των «χάντρων» συνδέθηκε με μείωση της σεξουαλικής επιθυμίας , ενώ μια άλλη διάταξη ήταν συνδεδεμένη με υψηλότερα επίπεδα της σεξουαλικής επιθυμίας .
Συμπερασματικά, διαπιστώθηκε πως περίπου το 70 % του πληθυσμού είναι φορείς της παραλλαγής που συνδέεται με τη χαμηλή σεξουαλική διέγερση και το 20 % είναι φορείς της παραλλαγής της υψηλής διέγερσης. Ωστοσο, η μελέτη αυτή δεν εξηγεί γιατί η σεξουαλική επιθυμία μπορεί να αυξάνει ή να φθίνει κατά περιόδους στο ίδιο άτομο, ή πώς οι γενετικές παραλλαγές αλληλεπιδρούν με περιβαλλοντικές επιρροές ,όπως η ποιότητα της ερωτικής σχέσης ή άλλα προβλήματα υγείας.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου